- ἐπικατασκευάζειν
- ἐπικατασκευάζωbuild uponpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικατασκευάζω — ἐπικατασκευάζω (Α) 1. χτίζω κάτι πάνω σε κάτι 2. επιφέρω επιπλέον («ἐπικατασκευάζειν πρὸς τῷ πολέμῳ στάσιν ἑαυτοῑς καὶ λιμόν», Ιώσ.) 3. υποστηρίζω κάτι με πρόσθετα επιχειρήματα … Dictionary of Greek